Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Η ΠΟΙΗΣΗ

 


LEOPOLDO PANERO

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

 

Ω δόνηση ερημική ολοδιάφανων φύλλων

Πορείες τρέμουσες πάλλονται στο αδιέξοδο στήθος μου

Καθώς κοντοζυγώνουν οι σκιές

Και το νιώθει μες στο παραλήρημά του αέρας

Ώσπου η ωραία σάρκα φτάνει να γίνει φλεγόμενη συνείδηση

Ώσπου η ωραία σάρκα πάει να γίνει ο αφρώδης σφυγμός

Και της κοπέλας και του ποταμού.

 

Επίθεση αφάνταστων μα και με τόση χάρη ζωηρών ουρανών

Βράχοι επινοημένοι και μοναδικοί όπου εκστασιάζεται η θάλασσα

Και συγκινημένη τρέμει η ψυχή

Θαυματουργή αποδρά η μοναξιά και πάει από τό ’να στ’ άλλο

Τα χείλη μας γεμάτα χαμόγελα γυμνά

Κάνουν πιο ανίκητη την ομορφιά της σιωπής που μας χωρίζει

Αυτή τη σιωπή με την τόσο τραχιά ομορφιά που επιπλέει

Για να δαγκώνουμε ο ένας το στόμα του άλλου μπήγοντας και μαχαιριές.

 

Ταλαντεύονται φώτα απόμακρα και χόβολη του ανέμου

Κι ανάμεσα στα δάχτυλά μου τα τροπικά τα δάση τραγουδάνε.

 

     Στο Νοροέστε, 1931.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

 


ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
 
Κυκλοφόρησαν οι δύο νέες μεταφράσεις μου από τον Gutenberg. Πρόκειται για τα απομνημονεύματα του ποιητή με τίτλο "Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα" και για τη λυρική αυτοβιογραφία του με τίτλο "Δελτία από τη Μαυρόνησο".
Την υπογραφή τη βάζει ο Gutenberg, τη σφραγίδα ο αρχιμάστορας Γιάννης Μαμάης.

 

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 




ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

ΣΕ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΚΑΤΑΒΑΣΗ


 

JOSÉ MARÍA DE LA ROSA

 

[ΣΕ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΚΑΤΑΒΑΣΗ]

 

Σε κατακόρυφη κατάβαση

περπατώ προς την κορυφή των μηνών που υπάρχω,

σε πολικές γωνίες, που δεν γνωρίζουν κανένα ίχνος,

στη δε διαδρομή μου με φολίδες υπναλέες και πεδιάδες κοιμώμενες

καρφώνω το κατάκοπο φως

σ’ έναν στυγνό επίλογο μηχανισμών κατάγκριζων.

 

Πρόκειται για το σκοτεινό μου πεπρωμένο

να σπάω τραγανά παγόβουνα,

σαν κούφιες καρδιές,

σαν ταφόπλακες και πένθιμες ενδυμασίες

σαν χείλη αδρανή,

και να μετακινώ τις αρκτικές ζώνες, ξεσκισμένες, έξαλλες,

για να διυλιστεί η κατασχεθείσα και ξεχαρβαλωμένη εικόνα τους

ανάμεσα σε δέντρα και τρούλους αρχειοθετημένων πάγων.

 

Βιολετιά περιδίνηση ανάλαφρης πάχνης

αναβλύζει απ’ το βουνό σαν τσαλακωμένος καθρέφτης,

σαν φύλλο χαμένου λευκώματος χωρίς αριθμό

που επιπλέει πορευόμενο σ’ ένα εύπορο πέπλο αβεβαιοτήτων.

 

Και στο διάστημα μέσα περιπλανιέται η γη εξαντλημένη

— μάτι πολύ αργό, αποσυντεθειμένο και θολό

σαν μαύρο κρύσταλλο ή σαν πυρά ζωηρεμένη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΗΛΙΟΣ ΝΕΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ ΜΟΥ

 


JOSÉ MARÍA DE LA ROSA

 

[ΗΛΙΟΣ ΝΕΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ ΣΤΗΝ ΤΑΡΑΤΣΑ ΜΟΥ]

 

Ήλιος νέου πρωινού στην ταράτσα μου,

γύρω απ’ τα λαχανιασμένα, μισάνοιχτα μάτια μου

για να βιώνω ξανά φως σταθερό αναλλοίωτο

στο φλεγόμενο ποτήρι των νερών επάνω στο στήθος,

που είναι τώρα καθρέφτης άσπρων κεριών, εκκρεμές σχεδόν νεκρό,

στη γαλάζια έρημο, όπου μια φωνή ανέμου,

που τινάζει τις φλέβες του, δίνει στα κύματα που πάνε και τσακίζουν

της φτερούγας τη δόνηση.

 

Ο κόσμος στο χωριό εξύπνησε  αργά –

σήμερα είναι γιορτή, και μόλις μετά βίας ξεχωρίζω

τους ήχους της ζωής, από εδώ όπου πάντα

με κυκλώνουν τα όνειρα, όντας πιο ξύπνιος από ποτέ,

σε άγρυπνη ένταση, και καραδοκώντας την αγωνία μου

σε κάποια δυσάρεστη συνάντηση, μπορεί μάλιστα και σαν λήθη

λανθάνουσας στοργής, κάτι που εν πάση περιπτώσει

δεν είναι άλλη μια λήθη ακόμα.

 

Και, να, παρατηρώ τις βλεφαρίδες μου γεμάτες πρώιμη θάλασσα,

τούτη τη μέρα του Γενάρη – χειμώνας καιρός, άσπρος ο ήλιος.

Δέκα η ώρα και ανάμεσα στις σκέψεις μου χτυπάει

κάτι κρύο και στρογγυλό που μου καίει το χέρι,

εδώ δίπλα στο μέτωπό μου που τό ’χω στα δάχτυλά μου μέσα κλεισμένο·

Σκέφτομαι τη μέρα εκείνη, όταν η πράσινη χλόη

έδωσε από μιας αρχής τα μαλλιά της στον αέρα, ζωή

που κατέστρεψε τη σιωπή τσακίζοντάς την μες σε χαρές

δασών και ποταμών, για να γίνει μέσα μας

δάκρυα, πάγος σε σταγόνες επίμονου ιδρώτα,

στάλες πάλης μεταξύ της επιθυμίας και αυτού του τέλους που κρύβεται

στον οριακό χώρο της τυφλής μας μελέτης.

 

Μια μέρα πολύ θα τό ’θελα, με τα πολύ αδέξια χείλη μου

και με τα μάτια μου τα παγωμένα στην κρυστάλλινη ακινησία,

να πιώ διψασμένος φως, να καούν τα σωθικά μου,

τα νεύρα μου, τα μαλλιά μου μέσα στο κρυμμένο μυστικό σου

και να ξυπνήσω έπειτα, απών και ξεχασμένος

από τούτον εδώ τον ζωντανό πόνο

που περιέχει το αχανές της γης ολόκληρης.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΜΕ ΜΟΝΟ ΤΟ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΣΗΚΩΜΕΝΟ


 

JOSÉ MARÍA DE LA ROSA

 

[ΜΕ ΜΟΝΟ ΤΟ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΣΗΚΩΜΕΝΟ]

 

ΜΕ μόνο το ένα χέρι σηκωμένο

ξίφη δοθείσης ευκαιρίας καταστρέφουν τα σύννεφα

με τις γαλακτώδεις τους αγκάλες,

που, σαν άκαμπτα φίδια

γλιστρούν φιλώντας το σπασμένο αίμα,

το σαβανωμένο στον άνεμο.

Τα δε αποστεωμένα τους κεφάλια

αμφισβητούν στη θάλασσα τις αμφιβολίες των κυμάτων,

όποτε τυχαίνει το νερό να είναι άσπρο.

Και έχουν την κατατομή εκείνου που δεν είναι κανείς

κι έχει σάρκες χτυπημένες με κόκκινα θραύσματα,

με σθένος μολυβένιο.

Ξεστρατίζουν οι στραβές ή μακρινές φωνές

και τα χαλύβδινα φτερά τους (από χάλυβα που τρέμει)

καταρρίπτουν προδοσίες, αναγγελίες και του ουρανού πετεινά …

Αγκάθια φλεγόμενα

μπήγονται βαθιά στα μάτια μου μέσα

από μακριά, πολύ μακριά ...

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.