Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΣ




RENÉ CHAR


ΠΡΟΚΑΤΟΧΟΣ

Στον Υβ ντε Μπεζέ

Σ’ έναν βράχο αναγνώρισα τον πνιγηρό και μετρήσιμο θάνατο, το ανοιχτό κρεβάτι των μικρών του κομπάρσων με την υποχώρηση κάποιας συκιάς. Σημάδι από ράφτη ούτε καν: κάθε χωματένιο πρωί άνοιγε τα φτερά του στο πιο χαμηλό και σιγανό μέρος των βημάτων της νύχτας.
Χωρίς πολλά-πολλά, απαλλαγμένος απ’ των ανθρώπων τους φόβους, σκάβω στον αέρα το μνήμα μου και την επιστροφή μου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Ο ΣΟΡΓΑΣ



RENÉ CHAR


Ο ΣΟΡΓΑΣ
Άσμα για την Υβόννη

Ποτάμι που έφυγες γρήγορα, σχεδόν πιλάλα, δίχως σύντροφο,
Δώσε στα παιδιά της χώρας μου τώρα του πάθους σου την όψη.

Ποτάμι, όπου τελειώνει η αστραπή και αρχίζει εμένα το σπίτι μου,
Ποιός στα βήματα της λήθης πάνω κυλάει των συλλογισμών μου τα τράχαλα.

Ποτάμι, σε σένα η γη είναι ρίγος, ο ήλιος αγωνία.
Άσε τον κάθε φτωχό να φτιάχνει νυχτιάτικα ψωμί απ’ τη συγκομιδή σου.

Το ποτάμι πολλές φορές τιμωρείται – της εγκατάλειψης ποτάμι.

Ποτάμι γι’ αρχάριους που μαθαίνουν τί θα πεί ρόζοι στα χέρια,
Δεν υπάρχει άνεμος που να μη σκύβει μπρος στων αλετριών σου τα λοφία.

Ποτάμι της ολόαδειας ψυχής, των κουρελιών και της καχυποψίας,
Της δυστυχίας τής παλιάς που κομματιάζεται, των φιλυρών, του οίκτου.

Ποτάμι των απερίσκεπτων, των πυρεσσόντων, των ισοπεδωτών,
Του ήλιου το άροτρο έπεσε, να τακιμιάσει θέλει με τον ψεύτη.

Ποτάμι των καλυτέρων μας, ποτάμι των ομιχλών που εκκολάφθηκαν,
Της λάμπας που διασκεδάζει τ’ όποιο άγχος γύρω απ’ το καπέλο της.

Ποτάμι που σέβεσαι τα όνειρα, ποτάμι που σκουριάζεις το σίδερο,
Και όπου τ’ αστέρια έχουν τον ίσκιο που αρνήθηκαν στη θάλασσα.

Ποτάμι των μεταβιβαζομένων δυνάμεων και της κραυγής που στα νερά μπουκάρει,
Του τυφώνα που δαγκώνει το αμπέλι, το νέο αναγγέλλοντας κρασί.

Ποτάμι που ποτέ δεν σού ’ρθε κόλπος μες σε τούτο τον τρελόκοσμο της φυλακής,
Φύλαξέ μας βίαιους πάντοτε και φίλους εσαεί των μελισσών του ορίζοντα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ


ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

Umberto Saba, "Il canzoniere", Einaudi, Milano 2004.




Η ΕΛΕΝΗ




PAUL VALÉRY


Η ΕΛΕΝΗ

Να με, γαλάζιε ουρανέ! Απ’ του χάρου τη σπηλιά
ακούω το κύημα να ξεσπά στη βουερή τη σκάλα,
και μες στο θαύμα της αυγής βλέπω καράβια κι άλλα
να ζούν σ’ ίσκιο που ρίχνουνε σειρά χρυσά κουπιά.

Τους βασιληάδες τα έρημα τα χέρια μου καλούν
όπου τ’ αχνά μου δάχτυλα τα γένια τους γλεντούσαν.
Κι έκλαιγα. Και τους σκοτεινούς θριάμβους τραγουδούσαν,
Και τους γιαλούς που στο φευγιό οι πρύμνες τούς κυττούν.

Πολέμου ακούω σάλπιγγα και βούκινα βαθιά
τον ήχο να ταιριάζουνε π’ αφήναν τα κουπιά.
Του κουπολάτη ο σκοπός το σάλαγοι κρατάει

και οι Θεοί στην ηρωική πλώρη ζωηρεμένοι
με το αρχαίο χαμόγελο, ο αφρός που το χτυπάει
μου απλώνουν τη φιλόστοργη αγκαλιά τη σμιλεμένη.



Μετάφραση: Νίκος Στρατάκης.
Από το βιβλίο: «Οι ποιηταί της Γαλλίας», εισαγωγή – μετάφραση Νίκος Στρατάκης, πρόλογος Ζαν Σαβάν, Αθήναι 1949 (πρώτη έκδοση 1931), σελ. 259.


Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΕΓΚΩΜΙΟ ΚΑΙ ΣΙΤΩΔΙΑ



RENÉ CHAR


ΕΓΚΩΜΙΟ ΚΑΙ ΣΙΤΩΔΙΑ

Γυναίκα, που ταιριάζεις με του ποιητή το στόμα, ετούτος ’δώ ο χείμαρρος με τις γαλήνιες προσχώσεις, που του εδίδαξε την τρυφερότητα όσων ψηλών τοιχωμάτων στιλβώθηκαν απ’ τ’ όνομά σου (εκτάρια στο Παρίσι, εντόσθια του κάλλους, η φωτιά μου ν’ ανεβαίνει κάτω απ’ της επωδής σου την εσθήτα), τότε ήτανε ακόμα σπόρος και μάλιστα αιχμάλωτος κάποιου λύκου ανήσυχου. Γυναίκα, που κοιμάσαι στων ανθέων τη γύρη, απόθεσε απαλά-απαλά στην υπερηφάνειά του επάνω τον παγετό σου με την απεριόριστη εμμεσότητα έτσι, ώστε να παραμείνει μέχρι την ώρα της ερείκης των οστών ο άνθρωπος που, για να σε λατρεύει καλύτερα, πισωπατούσε επ’ αόριστον κι έμπηγε εντός σου τη σάλπιγγα της γέννησης, την πυγμή του πόνου του, της νίκης του τον ορίζοντα.
(Νύχτωνε· συνωστισμός κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά των δακρύων. Το τριζόνι ετραγουδούσε. Πώς ήξερε, από μόνο του, πως η γη δεν επρόκειτο να πεθάνει;… ότι εμείς, τα παιδιά τα ασαφή και τα αφασικά, επρόκειτο να μιλήσουμε σύντομα;)



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ


 
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

"Ανθολογία τσεχοσλοβάκων υπερρεαλιστών ποιητών", επιμέλεια του Petr Král, εκδόσεις Gallimard, Παρίσι 1990.
 



 

ΑΓΑΠΗ 2




ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ


ΑΓΑΠΗ 2

Όταν μου χάρισαν ένα σπαθί των σαμουράι
σε τί χρειάζονται στα σάλωνα οι νυχτοφύλακες,
προς τί ο βόγγος τ’ αναπλιού
και η ιθάκη, είπα,
αρκεί ο μύθος ότι κάποτε αγνόησα
το δέρας των σκυθών στην τρυφερή κολχίδα
και τη μανία μας της θαλασσοπορίας,
ύστερα σ’ αίμα δίσεκτο εμβαπτισμένη
πήρα τη στράτα μου της θύελλας
σαν γιος πικρός ο πιο μικρός απ’ τους επτά
ο πικροκωνσταντίνος
πελιδνό στα σκέλια μου έσφιγγα το σαββατόβραδο
να διαλαλεί την έχθρα του στους πετεινούς
και στους σηματοδότες
ώσπου ζητούσε έλεος
μέχρι που πίστεψε στον ανδρισμό μου
κι ευχόταν τη συντέλεια του κόσμου
αυτοστιγμεί .


Πρόφταινε δεν πρόφταινε η οργή μου η στρίγγλα
σαν μπαρμπερίνικη σπαθιά σε εικόνισμα
στα δυό να κόψει σπίτια αρραβωνιάσματα
να ξεχυθούνε τα κορίτσια με τα νυχτικά τους
μπροστά η φωνή θέλομε να γεννήσομε
κι εσύ όρθια στα νερά σαν άγιο λείψανο
μόλις που πρόφτασες να φυλαχτείς όπως η ξέρα
ξεφεύγει τη βιτσιά του οίακα
ίσια καταπάνω σου ως ερχόσουν
σαν τον τριήραρχο σε πέρση,
μ’ άλλα λόγια πριν σ’ ερωτευτώ.


Ξάφνου λαμπάδιασε στα ξερολίθια το καταμεσήμερο
η σαύρα κένταε το γυάλινο μαγνάδι
στο φαντό της μέρας
πράσινο το φαντό και κρεμεζί
κ’ η σαύρα κίτρινη
ο ήλιος μαύρος
η φωνή σου απέναντι αρμένιζε η τρεχαντήρα
μέσα σε κίνηση
από τον ουρανό κατρακυλούσε αστραπιαία
έν’ αυτοκίνητο ίδιο με τα θανάσιμα μαλλιά σου
απέραντη επικράτεια τα μάτια σου,
επιτέλους με τους καίσαρες
γίνομαι κατακτητής
να σε τί μου χρειάζεται το σπαθί των σαμουράι
(παράξενο στ’ αλήθεια προορισμό
πο ’χουνε κάποτε τα πράγματα)
λοιπόν αρχίζω :
πρώτα εσύ επτάκερε δαβίδ
ύστερα ένας ιδαλγός αρμένης
ή έστω ένας νυχτοφύλακας από τα σάλωνα
απόγονος του πτολεμαίου φιλοπάτορα
από την κω
αν μπορεί ποτέ να γίνει αυτό θεέ μου.


Το σαββατόβραδο η πιο αγαπημένη ώρα
του κυρίου
άφηνε στα σκέλια μου
την τελευταία πνοή του.



Από την ποιητική συλλογή: «Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή» (1972).
Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σσ. 108-110.